τζαμιώνας
(επίθ.)
τζιαμιώνας
[dzʝaˈmɲonas]
Μισθ.
Από το ουσ. τζάμι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Γυάλινος
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024