τζαναβάρι
(ουσ. ουδ.)
τζ̑αναβάρι
[ʤanaˈvari]
Φάρασ.
τζ̑αναβάρ'
[ʤanaˈvar]
Αξ.
τσ̑αναβάρι
[tʃanaˈvari]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. canavar = α) θηρίο β) επικίνδυνο ή βλαπτικό ζώο, όπως το γουρούνι, ο λύκος γ) μτφ., βάναυσος, όπου και διαλεκτ. τύπ. çanavar (THADS, λ. çanavar ΙI).
1. Άγριο θηρίο
ό.π.τ.
:
'ς το σπήλο το τζ̑αναβάρι
(Το άγριο θηρίο στην σπηλιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Τα τζ̑αναβάρα, με τ’ ε μούγκρισμα, έβκαλαν το ’ρκούδι μεχτάρη σ̑ο μενdζ̑ιλίσ̑ι
(Τα αγρίμια του βουνού με ένα μουγκρητό έβγαλαν την αρκούδα πρόεδρο στη συνέλευση)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-CD
2. Ειδικότ., λύκος
Αξ.