ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζαναβάρι (ουσ. ουδ.) τζ̑αναβάρι [ʤanaˈvari] Φάρασ. τζ̑αναβάρ' [ʤanaˈvar] Αξ. τσ̑αναβάρι [tʃanaˈvari] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. canavar = α) θηρίο β) επικίνδυνο ή βλαπτικό ζώο, όπως το γουρούνι, ο λύκος γ) μτφ., βάναυσος, όπου και διαλεκτ. τύπ. çanavar (THADS, λ. çanavar ΙI).
1. Άγριο θηρίο ό.π.τ. : 'ς το σπήλο το τζ̑αναβάρι (Το άγριο θηρίο στην σπηλιά) Φάρασ. -Dawk. Τα τζ̑αναβάρα, με τ’ ε μούγκρισμα, έβκαλαν το ’ρκούδι μεχτάρη σ̑ο μενdζ̑ιλίσ̑ι (Τα αγρίμια του βουνού με ένα μουγκρητό έβγαλαν την αρκούδα πρόεδρο στη συνέλευση) Φάρασ. -ΚΜΣ-CD
2. Ειδικότ., λύκος Αξ.