τζαμπαντάν
(επίρρ.)
τσ̑απαντάν
[tʃapaˈdan]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίρρ. cabadan= δωρεάν.
Πβ.
τζάμπα
Δωρεάν
Συνών.
μπενταβά :1, τζάμπα