μπενταβά
(επίρρ.)
μπεdαβά
[bedaˈva]
Μαλακ.
μπεdαφά
[bedaˈfa]
Ουλαγ.
πέτε-χαβά
[ˈpete haˈva]
Φάρασ.
πέτα-χαβά
[ˈpeta haˈva]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Από το τουρκ. επίρρ. bedava (< περσ. bād-āvard ) = δωρεάν, όπου και διαλεκτ. τύπ. bedafa. Οι τύπ. πέτε-χαβά και πέρα-χαβά από το οθωμανικό bād-i havā και bād-ı hevā (ήδη από το 1449, Nişanyan 2002-2022: λ. bedava).
Δωρεάν
ό.π.τ.
:
Έπαρ' ιτό τα ορνίθ', σα θέλ'ς, μπεdαβά
(Πάρε το πτηνό, αν θέλεις, δωρεάν)
Μαλακ.
-Dawk.
βλ.
τζάμπα, Συνών.
τζαμπαντάν :1, χαϊρέτι :2