ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπενταβά (επίρρ.) μπεdαβά [bedaˈva] Μαλακ. μπεdαφά [bedaˈfa] Ουλαγ. πέτε-χαβά [ˈpete haˈva] Φάρασ. πέτα-χαβά [ˈpeta haˈva] Αφσάρ., Τσουχούρ. Από το τουρκ. επίρρ. bedava (< περσ. bād-āvard ) = δωρεάν, όπου και διαλεκτ. τύπ. bedafa. Οι τύπ. πέτε-χαβά και πέρα-χαβά από το οθωμανικό bād-i havā και bād-ı hevā (ήδη από το 1449, Nişanyan 2002-2022: λ. bedava).
Δωρεάν ό.π.τ. : Έπαρ' ιτό τα ορνίθ', σα θέλ'ς, μπεdαβά (Πάρε το πτηνό, αν θέλεις, δωρεάν) Μαλακ. -Dawk. βλ. τζάμπα, Συνών. τζαμπαντάν :1, χαϊρέτι :2