ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπενζετίζω (ρ.) μπενζετ-τίζω [benzetˈtizo] Αραβαν. πεν̇ζετίζω [peŋzeˈtizo] Φάρασ. Παρατατ. μπενζέτ-τιζα [benˈzettiza] Αραβαν. Αόρ. μπενζέτ’σα [benʹzetsa] Σεμέντρ. Από το τουρκ. ρ. benzetmek (< παλ. τουρκ. meŋze-) = συγκρίνω, παρομοιάζω.
Παρομοιάζω ό.π.τ. : Χ̇ερ ένα μεϊβά μπενζέτ-τιζεν ντο κοριτσ̑ού το γκιουζελ-λίκ' (Κάθε φρούτο το παρομοίαζε με την ομορφιά του κοριτσιού) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ακειού ήρταν και κοριτσ̑ού βάβα τ’ και μάνα τ’, τράν'σαν τράν'σαν μπενζέτ’σαν dο σο κορίτσ̑’ ’τουν (Ήρθαν εκεί και του κοριτσιού ο πατέρας και η μάνα, κοίταξαν, κοίταξαν, την παρομοίωσαν με (διαπίστωσαν ότι μοιάζει με) την κόρη τους) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283