ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπέρκια (επίρρ.) μπέρτσα [ˈbertsa] Μισθ. μπα̈ρτσ̑α [ˈbærtʃa] Μισθ. πέρκια [ˈperca] Φλογ. Aπό το τουρκ. ουσ. berk = α) αστραπή β) ως επίθ. σκληρός, στέρεος γ) διαλεκτ. ως επίρρ., δυνατά, σταθερά δ) διαλεκτ., ως επίρρ., γρήγορα, με προσαρμογή ως ουδ. σε -ι (μπέρκι) και παραγωγ. επίθμ. -α.
1. Δυνατά, έντονα ό.π.τ. : T' ορταλήχ πέρκια πάγος 'τονε (Έξω είχε πολύ κρύο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Πέρκια βρέζ̑' (Βρέχει δυνατά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Να δα λές μπα̈ρτσ̑α να δα παίρ' (Να τα λες δυνατά να τα παίρνει, δηλ. να τα γράφει το μαγνητόφωνο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μπαγουρντώ μπα̈ρτσ̑α (Φωνάζω δυνατά) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. βαριά, δυνατά
2. Γρήγορα ό.π.τ. : Τσ̑ένdα του μι του τσ̑ιβιντρίκου να πάει μπέρτσα (Τσίγκλα το με το βουκέντρι να πάει γρήγορα) Μισθ. -ΙΛΝΕ 826 'γάλια σιάνεις του μπα̈́ρτσ̑α (Μην το κάνεις γρήγορα) Μισθ. -Κοτσαν. Παίρου σολούχ' μπιάρτσ̑α μπιάρτσ̑α (Παίρνω γρήγορες αναπνοές) Μισθ. -Κοτσαν. Πέρκια qόπτα (Tρέχα γρήγορα) -ΚΕΕΛ 1361 Κωλά, κωλά, μπα̈́ρτσα, μπα̈́ρτσα ας περνάσουμ' (Παροτρύνει, πιέζει να πάνε γρήγορα, γρήγορα-γρήγορα ας περάσουμε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ