μπέρκια
(επίρρ.)
μπέρτσα
[ˈbertsa]
Μισθ.
μπα̈ρτσ̑α
[ˈbærtʃa]
Μισθ.
πέρκια
[ˈperca]
Φλογ.
Aπό το τουρκ. ουσ. berk = α) αστραπή β) ως επίθ. σκληρός, στέρεος γ) διαλεκτ. ως επίρρ., δυνατά, σταθερά δ) διαλεκτ., ως επίρρ., γρήγορα, με προσαρμογή ως ουδ. σε -ι (μπέρκι) και παραγωγ. επίθμ. -α.
1. Δυνατά, έντονα
ό.π.τ.
:
T' ορταλήχ πέρκια πάγος 'τονε
(Έξω είχε πολύ κρύο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πέρκια βρέζ̑'
(Βρέχει δυνατά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Να δα λές μπα̈ρτσ̑α να δα παίρ'
(Να τα λες δυνατά να τα παίρνει, δηλ. να τα γράφει το μαγνητόφωνο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μπαγουρντώ μπα̈ρτσ̑α
(Φωνάζω δυνατά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
βαριά, δυνατά
2. Γρήγορα
ό.π.τ.
:
Τσ̑ένdα του μι του τσ̑ιβιντρίκου να πάει μπέρτσα
(Τσίγκλα το με το βουκέντρι να πάει γρήγορα)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 826
'γάλια σιάνεις του μπα̈́ρτσ̑α
(Μην το κάνεις γρήγορα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίρου σολούχ' μπιάρτσ̑α μπιάρτσ̑α
(Παίρνω γρήγορες αναπνοές)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πέρκια qόπτα
(Tρέχα γρήγορα)
-ΚΕΕΛ 1361
Κωλά, κωλά, μπα̈́ρτσα, μπα̈́ρτσα ας περνάσουμ'
(Παροτρύνει, πιέζει να πάνε γρήγορα, γρήγορα-γρήγορα ας περάσουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ