μπεσλέτημα
(ουσ. ουδ.)
πεσλέτημα
[pezˈletima]
Αφσάρ.
πεσλέτεμα
[pezˈletema]
Φάρασ.
Από το ρ. μπεσλεντώ, όπου και τύπ. πεσλετώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα