ταβλάντισμα
(ουσ. ουδ.)
τ͑αβλάdισμα
[tʰaˈvladizma]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. ταβλαντίζω, όπου και τύπ. τ͑αβλαντίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πάχυνση
Συνών.
μπεσλέτημα :1