ταβλούς
(επίθ.)
τ͑αβλούς
[tʰaˈvlus]
Φάρασ.
Θηλ.
ταβλούσα
[taˈvlusa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. tavlı, όπου και διαλεκτ. τύπ. tavlu = για ζώο, παχουλός.
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025