ταβλούς
(επίθ.)
τ͑αβλούς
[tʰaˈvlus]
Φάρασ.
Θηλ.
ταβλούσα
[taˈvlusa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. tavlı = για ζώο, παχουλός, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. tavlu.
1. Για ζώα, παχύς, καλοθρεμμένος
Φάρασ.