ταβά
(ουσ. ουδ.)
ταβά
[taˈva]
Αξ., Σίλ.
Αρσ.
τ͑αβάς
[tʰaˈvas]
Φάρασ.
Πληθ.
ταβάγια
[taˈvaʝa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. tava (< περσ.) = α) τηγάνι β) τηγανητό φαγητό γ) κουτάλα δ) σκάφη.
1. Είδος τηγανιού για το καβούρντισμα ιδίως του καφέ
ό.π.τ.
2. Θυμιατήρι
Φάρασ.
:
Ση βρύση μ’ ένα ταβά γυρίζουνε τη βρύση 3 φορές
(Στην βρύση, με ένα θυμιατήρι κάνουν τρεις φορές τον γύρο της βρύσης)
-ΕΚΠΑ 2142