ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταβά (ουσ. ουδ.) ταβά [taˈva] Αξ., Σίλ. Αρσ. τ͑αβάς [tʰaˈvas] Φάρασ. Πληθ. ταβάγια [taˈvaʝa] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. tava (< περσ.) = α) τηγάνι β) τηγανητό φαγητό γ) κουτάλα δ) σκάφη.
1. Είδος τηγανιού για το καβούρντισμα ιδίως του καφέ ό.π.τ.
2. Θυμιατήρι Φάρασ. : Ση βρύση μ’ ένα ταβά γυρίζουνε τη βρύση 3 φορές (Στην βρύση, με ένα θυμιατήρι κάνουν τρεις φορές τον γύρο της βρύσης) -ΕΚΠΑ 2142