τάγγα
(ουσ. θηλ.)
τάνgα
[ˈtaŋga]
Σινασσ.
Από το ρ. ταγγίζω υποχωρήτ.
Η αλλοίωση λιπαρής ουσίας
Τροποποιήθηκε: 31/08/2025