ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταγγίζω (ρ.) ταγγίζω [taˈɟizo] Γούρδ. ταgιάζω [taˈɟazo] Σινασσ. Αόρ. γ' Εν. τάγγιασε ['taɟase] Γούρδ. Μτχ. ταgισμένο [taɟiˈzmeno] Γούρδ. Από το πρώιμ. μεσν. ρ. ταγγίζω, το οπ. από το πρώιμ. μεσν. επίθ. ταγγός. Πβ. και αρχ. ουσ. ταγγή = οξείδωση. Ο τύπ. ταgιάζω νεότ.
Οξειδώνομαι, αλλοιώνομαι (για λιπαρές ουσίες) ό.π.τ.
Συνών. ταγγώνω