ταγγίζω
(ρ.)
ταgίζω
[taˈɟizo]
Γούρδ.
ταgιάζω
[taˈɟazo]
Σινασσ.
Αόρ.
τάgιασα
['taɟasa]
Γούρδ.
Μτχ.
ταgισμένο
[taɟiˈzmeno]
Γούρδ.
Μεσν. ρ. ταγγίζω, το οπ. από το πρώιμ. μεσν. επίθ. ταγγός. Πβ. και αρχ. ουσ. ταγγή = οξείδωση. Ο τύπ. ταgιάζω νεότ.
Τροποποιήθηκε: 01/09/2025