ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταγγίζω (ρ.) ταgίζω [taˈɟizo] Γούρδ. ταgιάζω [taˈɟazo] Σινασσ. Αόρ. τάgιασα ['taɟasa] Γούρδ. Μτχ. ταgισμένο [taɟiˈzmeno] Γούρδ. Μεσν. ρ. ταγγίζω, το οπ. από το πρώιμ. μεσν. επίθ. ταγγός. Πβ. και αρχ. ουσ. ταγγή = οξείδωση. Ο τύπ. ταgιάζω νεότ.
Για λιπαρές ουσίες, μπαγιατεύω, αλλοιώνομαι ό.π.τ. Συνών. ταγγώνω
Τροποποιήθηκε: 01/09/2025