ταγγίζω
(ρ.)
ταγγίζω
[taˈɟizo]
Γούρδ.
ταgιάζω
[taˈɟazo]
Σινασσ.
Αόρ. γ' Εν.
τάγγιασε
['taɟase]
Γούρδ.
Μτχ.
ταgισμένο
[taɟiˈzmeno]
Γούρδ.
Από το πρώιμ. μεσν. ρ. ταγγίζω, το οπ. από το πρώιμ. μεσν. επίθ. ταγγός. Πβ. και αρχ. ουσ. ταγγή = οξείδωση. Ο τύπ. ταgιάζω νεότ.
Οξειδώνομαι, αλλοιώνομαι (για λιπαρές ουσίες)
ό.π.τ.
Συνών.
ταγγώνω