ταβούχι
(ουσ. ουδ.)
ταβούχι
[taˈvuçi]
Φάρασ.
ταβούχ'
[taˈvuh]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. tavuk, όπου και διαλεκτ. τύπ. tavuh = κότα.