ταβράνισμα
(ουσ. ουδ.)
ταβράνdισμα
[taˈvrandizma]
Φάρασ.
ταβράν’μα
[taˈvranma]
Φάρασ.
Από το ρ. ταβραντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
2. Συντόμευση, επίσπευση
3. Κίνηση, προσπάθεια
Συνών.
ντεβάμι :2, ογραστιέσιμο, τσαλισμά :2, τσαπαλάντημα
Τροποποιήθηκε: 09/05/2025