ταβράνισμα
(ουσ. ουδ.)
ταβράνισμα
[taˈvranizma]
Φάρασ.
ταβράν’μα
[taˈvranma]
Φάρασ.
Από το θ. ταβραντ- του ρ. ταβραντίζω με παραγωγ. επίθμ. -μα όπου και τύπ. -ημα.
Η συντομία, η γρηγοράδα
Φάρασ.