ταγγώνω
(ρ.)
τανgώνω
[taŋˈgono]
Μαλακ.
Αόρ.
τάγγουσα
['taŋgusa]
Μαλακ.
Μτχ.
ταγγουμένου
[taŋguˈmenu]
Μαλακ.
Από το νεότ. ρ. ταγγώνω, το οπ. από το μεσν. επίθ. ταγγός με παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Ταγγίζω
Συνών.
ταγγίζω