ταβουλτσής
(ουσ. αρσ.)
ταβουλτσ̑ής
[tavul'tʃis]
Φάρασ.
ταουλτσ̑ής
[taul'tʃis]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. davulcu = τυμπανιστής.
Τυμπανιστής, οργανοπαίκτης που παίζει το νταούλι
ό.π.τ.