ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταβάνι (ουσ. ουδ.) τ͑αβάνι [tʰaˈvani] Σίλ., Φάρασ. ταβάν' [taˈvan] Αραβαν., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. ντεβένι [deˈveni] Αφσάρ. Από το νεότ. ουσ. ταβάνι, το οπ. από τουρκ. ουσ. tavan = οροφή, όπου και διαλεκτ. τύπ. davan (THADS, λ. davan II).
Οροφή ό.π.τ. : Άρχεψε να κρούει ένα παρλάχ τεψί, το κρεμότουν ασ' το ταβάν' (άρχισε να χτυπά ένα γυαλιστερό ταψί, που κρεμόταν από το ταβάνι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Στου ουρανού το ντεβένι τον ντουσ̑μάνο αν ντα σύρω, αν ντα κρεμίσω (από του παραδείσου το ταβάνι, τον εχθρό θα τον κυνηγήσω, θα τον διαλύσω) Αφσάρ. -Dawk. Τσιτιρντάντισ’το ταβάν’ (Έτριξε η οροφή) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Του στομάτου τ͑αβάνι (Οροφή του στόματος˙ Ουρανίσκος) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. αναδόκωση