ταβάνι
(ουσ. ουδ.)
τ͑αβάνι
[tʰaˈvani]
Σίλ., Φάρασ.
ταβάν'
[taˈvan]
Αραβαν., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
ντεβένι
[deˈveni]
Αφσάρ.
Από το νεότ. ουσ. ταβάνι, το οπ. από τουρκ. ουσ. tavan = οροφή, όπου και διαλεκτ. τύπ. davan (THADS, λ. davan II).
Οροφή
ό.π.τ.
:
Άρχεψε να κρούει ένα παρλάχ τεψί, το κρεμότουν ασ' το ταβάν'
(άρχισε να χτυπά ένα γυαλιστερό ταψί, που κρεμόταν από το ταβάνι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Στου ουρανού το ντεβένι τον ντουσ̑μάνο αν ντα σύρω, αν ντα κρεμίσω
(από του παραδείσου το ταβάνι, τον εχθρό θα τον κυνηγήσω, θα τον διαλύσω)
Αφσάρ.
-Dawk.
Τσιτιρντάντισ’το ταβάν’
(Έτριξε η οροφή)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Φρ.
Του στομάτου τ͑αβάνι
(Οροφή του στόματος˙ Ουρανίσκος)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
αναδόκωση