ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τάβλα (ουσ. ουδ.) τάβλα ['tavla] Αραβαν. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. tavla (tavile) (< αραβ. ή περσ. ṭavla =αχυρώνας), το οπ. από το μεσν. ουσ. στἀβλος < λατιν. stabulum (Symeonidis 1973: 191, Tietze 2019: λ. tavla I).
Λιβαδότοπος όπου στέλνουν τα αδύναμα πρόβατα για να αναλάβουν Αραβαν.
Τροποποιήθηκε: 28/04/2025