τάβλα
(ουσ. ουδ.)
τάβλα
['tavla]
Αραβαν.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. tavla (tavile) (< αραβ. ή περσ. ṭavla =αχυρώνας), το οπ. από το μεσν. ουσ. στἀβλος < λατιν. stabulum (Symeonidis 1973: 191, Tietze 2019: λ. tavla I).
Λιβαδότοπος όπου στέλνουν τα αδύναμα πρόβατα για να αναλάβουν
Αραβαν.