ταγίζω
(ρ.)
ταγίζω
[taˈʝizo]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
ταΐζω
[ta'izo]
Ανακ., Σινασσ., Φλογ.
ταΐζου
[ta'izu]
Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ.
Αόρ.
τάγισα
['taʝisa]
Γούρδ., Μαλακ.
τάισα
['taisa]
Αραβαν.
Από το μεσν. ρ. ταγίζω = δίνω τροφή σε άλογα, το οπ. από το ουσ. ταγή και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Ταΐζω, δίνω φαγητό σε άνθρωπο ή ζώο
ό.π.τ.
:
Κοά τα βόιδε σο στάβκο, ταγίζει τα
(Οδηγεί τα βόδια στο στάβλο, τα ταΐζει)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Και ταΐσαν ντα φσ̑άχα τ'
(και τάισαν τα παιδιά του)
Τελμ.
-Dawk.
Τα βόιδα ταΐσκαν ντα κα
(Tα βόδια τα τάιζαν καλά)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
Ταΐζου, ποτίζου, ντίζου ντα βόια στου στάβλου
(ταΐζω, ποτίζω, δένω τα βόδια στον στάβλο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κόριτσ', τάισ' τα βόια να πάμ' σου κόμμα
(Κορίτσι, τάισε τα βόδια να πάμε στο χωράφι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Αγιό Βασίλ', αφέντα μου, καλόν ζευγάρι λάμνεις,
λάμνεις, λάμνεις και τραγουράς, ταγίγεις τα και παίγεις τα (Άγιε Βασίλη, αφέντη μου, οργώνεις με καλό ζευγάρι βοδιών,
οργώνεις, οργώνεις και τραγουδάς, τα ταΐζεις και τα παίζεις
(από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς)) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. γεντιρντίζω, καταπιώνω, μπεσλεντώ, φαγίζω :1
λάμνεις, λάμνεις και τραγουράς, ταγίγεις τα και παίγεις τα (Άγιε Βασίλη, αφέντη μου, οργώνεις με καλό ζευγάρι βοδιών,
οργώνεις, οργώνεις και τραγουδάς, τα ταΐζεις και τα παίζεις
(από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς)) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. γεντιρντίζω, καταπιώνω, μπεσλεντώ, φαγίζω :1
β.
Θηλάζω
Μισθ.
:
Ταΐζου ντου φσ̑άχ'
(θηλάζω το μωρό
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
γ.
Θρέφω
Φάρασ.