ταγίνι
(ουσ. ουδ.)
ταγίν'
[taˈʝin]
Σινασσ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. tayın = σιτηρέσιο.
Καθορισμένη ποσότητα τροφής των ζώων
Πβ.
ταγή
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025