ταδετί
(αντων.)
ταγοτί
[taɣoˈti]
Σινασσ.
τογοτί
[toɣoˈti]
Μαλακ.
Από τη νεότ. αντων. ταδετί (Λεξ. Κριαρ.), η οπ. από την αόρ. αντων. τάδε και την ερωτηματ. αντων. τις, τι. Πβ. ποντ. τάδετις, όπου και τύπ. τάγετιν.
Αορ. ή ερωτηματ. αντων.
:
Tογοτί μι λες
(Δεν ξέρεις τι λες, μου λες ό,τι νά 'ναι)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Κι εσύ ταγοτί με λες
(Κι εσύ μου λες ό,τι νά 'ναι)
Σινασσ.
-Λεύκωμα