ταζούσκος
(επίθ.)
ταζούσκου
[taʹzusku]
Φάρασ.
Από το επίθ. ταζός και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος > -ούσκος.
1. Πολύ πρόσφατος, πολύ καινούργιος
2. Πολύ φρέσκος
3. Το ουδ. ως επίρρ., πρόσφατα
Τροποποιήθηκε: 26/08/2025