τακά
(ουσ. ουδ.)
τ͑ακά
[tʰaˈka]
Ανακ.
τ͑αχ̇ιά
[tʰaxɯˈa]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. takke = είδος ημισφαιρικού υφασμάτινου ή πλεκτού καλύμματος της κεφαλής (< αραβ. ṭāḳiye), όπου και διαλεκτ. τύπ. takka και tahhe = λειρί, είδος γυναικείου φεσιού (THADS, λ. takka II). Πβ. και νεότ. ουσ. τακία = είδος σκούφου, το οπ. από το βεν. tachia με απώτ. τουρκ. απόγονο.
Είδος κέρινου στέμματος που φορούσαν οι νύφες στολισμένο με άσπρες χάντρες
ό.π.τ.