τάκος
(ουσ. ουδ.)
τάκος
['takos]
Γούρδ.
Από το τουρκ. ουσ. takoz = α) σφήνα β) τάπα γ) ως διαλεκτ. σημ., χοντρό κομμάτι ξύλου < νεότ. τάκος < βεν. taco /ιταλ. tacco = κομμάτι ξύλου (βλ. Nişanyan 2002-2022: λ. takoz).
Χοντρό κομμάτι ξύλου που χρησιμεύει ως κάθισμα για το άρμεγμα των ζώων
Γούρδ.