ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τάκος (ουσ. ουδ.) τάκος ['takos] Γούρδ. τάκους ['takus] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. takoz = α) σφήνα β) τάπα γ) ως διαλεκτ. σημ., χοντρό κομμάτι ξύλου < νεότ. τάκος < βεν. taco /ιταλ. tacco = κομμάτι ξύλου δ) διαλεκτ. τουρκ. κομμάτι παλαμίδας (βλ. Nişanyan 2002-2022: λ. takoz, Eren 1999: λ. takoz, THADS,, λ. takoz I).
1. Χοντρό κομμάτι ξύλου που χρησιμεύει ως κάθισμα για το άρμεγμα των ζώων Γούρδ.
2. Κομμάτι παλαμίδας Μαλακ.