ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταλίμι (ουσ. ουδ.) ταλίμι [taˈlimi] Σατ. Νεότ. ουσ. ταλίμι (Βοσπορομαχία), το οπ. από το τουρκ. ουσ. talim = α) διδασκαλία β) άσκηση, εξάσκηση. Η λ. και σε ν.ε. διαλ. Bλ. και Μπόγκας (1959: 207).
Στρατιωτική εκπαίδευση : Έμαθαν μι τσ̑αι το ταλίμι τσ̑αι αποπιτσ̑εί πηάγαμε σο μουχαρεπέ (Mου έμαθαν και τις ασκήσεις και μετά πήγαμε στον πόλεμο) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388