ταλγαλατίζω
(ρ.)
ταλγαλατίζω
[talɣalaˈtizo]
Φάρασ.
Εν. γ΄
ταλγαλατίζει
[taˈlɣalatizi]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. dalgalanmak = κυματίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
2. Έχω ζάλη
Φάρασ.