τάλλταχυ
(επίρρ.)
τάλλτα'υ
[ˈtaltai]
Φλογ.
τάλλτασ̑υ
[ˈtaltaʃi]
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Φερτάκ.
ταλλήντα'υ
[taʹlindai]
Φλογ.
Aπό την φρ. το άλλο ταχύ.
Μεθαύριο
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Τασ̑ύ-τάλλτασ̑υ
(Αύριο-μεθαύριο˙ Σύντομα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
μεσαύρι