τάλλταχυ
(επίρρ.)
τάλλτα'υ
[ˈtaltai]
Φλογ.
τάλλτασ̑υ
[ˈtaltaʃi]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ.
ταλλήντα'υ
[taˈlindai]
Φλογ.
Aπό την φρ. το άλλο ταχύ.
Μεθαύριο
ό.π.τ.
:
Ε κόρ', τάλλτασ̑υ ήταν vα πηγαίναμ' σ᾽ αμπέλ' μα
(Ε κόρη, μεθαύριο πρέπει να πάμε στο αμπέλι μας)
Σίλατ.
-Νίγδ.-Σταμ.
|| Φρ.
Τασ̑ύ-τάλλτασ̑υ
(Αύριο-μεθαύριο˙ σύντομα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
μεσαύρι
Τροποποιήθηκε: 28/07/2025