ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταμπουράς (ουσ. αρσ.) ταμbουράς [tambuˈras] Φάρασ. νταμρά [damˈra] Φερτάκ. Από το νεότ. ουσ. ταμπουράς (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tambura = έγχορδο μουσικό όργανο παρόμοιο με το λαούτο. Πβ. τους ήδη μεσν. τύπ. θαμπούρα (Λεξ. Κριαρ., λ. ταμπούρα), θαμβούριον (LBG).
Ταμπουράς Φάρασ. : Ανέβηνε σ' ένα μεϊβά, μπασλάτ'σε να τσαλτίσ' το νταμρά (Ανέβηκε σ' ένα δέντρο, άρχισε να παίζει τον ταμπουρά) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Το κάμι το ζενεχα̈́τι έν' ο ταμbουράς, μάθε τα τσ̑αι κρέμασ' τα 'ς α γωνία (Η πιο δύσκολη τέχνη είναι ο ταμπουράς, μάθε τον και κρέμασέ τον σε μιά γωνία˙ Η γνώση μιας οποιασδήποτε τέχνης μπορεί να μας φανεί απαραίτητη στη ζωή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.