ταμπουράς
(ουσ. αρσ.)
ταμbουράς
[tambuˈras]
Φάρασ.
νταμρά
[damˈra]
Φερτάκ.
Από το νεότ. ουσ. ταμπουράς (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tambura = έγχορδο μουσικό όργανο παρόμοιο με το λαούτο. Πβ. τους ήδη μεσν. τύπ. θαμπούρα (Λεξ. Κριαρ., λ. ταμπούρα), θαμβούριον (LBG).
Ταμπουράς
Φάρασ.
:
Ανέβηνε σ' ένα μεϊβά, μπασλάτ'σε να τσαλτίσ' το νταμρά
(Ανέβηκε σ' ένα δέντρο, άρχισε να παίζει τον ταμπουρά)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Το κάμι το ζενεχα̈́τι έν' ο ταμbουράς, μάθε τα τσ̑αι κρέμασ' τα 'ς α γωνία
(Η πιο δύσκολη τέχνη είναι ο ταμπουράς, μάθε τον και κρέμασέ τον σε μιά γωνία˙ Η γνώση μιας οποιασδήποτε τέχνης μπορεί να μας φανεί απαραίτητη στη ζωή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.