τανισλίχι
(ουσ. ουδ.)
τανισλίχι
[tanizˈliçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. tanışlık = γνωριμία, όπου και διαλεκτ. τύπ. tanışlıh.
Γνωριμία