ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταντούρι (ουσ. ουδ.) τ͑αντι̂́ρι [tʰanˈdɯri] Φάρασ. τ͑ανdούρι [tʰan'duri] Αφσάρ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ. τανdoύρ' [tanˈdur] Ποτάμ., Τζαλ., Τροχ., Τσελτ. τ͑ουνdούρι [tʰun'duri] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Τροχ. τ͑ουνdούρ' [tʰun'dur] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. dουνdούρι [dun'duri] Μισθ. dουνdούρ' [dun'dur] Μισθ. τανούρι [taˈnuri] Σίλ. Από το νεότ. ουσ. ταντούρι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tandır, όπου και τύπ. tandur = πήλινος ή μεταλλικός φούρνος με κυλινδρικό σχήμα (< αραβ. ή περσ. tanūr). Οι τύπ. από του-, ντου- με υποχωρητ. αφομ. [a] > [u].
1. Είδος σκαφτού χωμάτινου κλίβανου και φούρνου ό.π.τ. : Ύστερα πεθερά τ' ήφτει το τουνdούρ' (Ύστερα η πεθερά της ανάβει το φούρνο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Εσ̑ύρεν ντο 'ς το τουνdούρ (τον έβαλε μέσα στον φούρνο ) Αξ. -Dawk. Γιαπουσ̑τούρσεν ντο σο τουνdούρ (το προσκόλλησε στον φούρνο) Σίλατ. -Dawk. Πήραμ' και τσ̑υρί, νιούγου μπαστρουμάς, μπουμπάρι, έσ'καμ' ντα τανdούριν απάνου, έφαγαμ' ντα (Πήραμε και τυρί, λίγο παστουρμά, λουκάνικο με εντόσθια και ρύζι, τα βάλαμε πάνω στο ταντούρι, τα φάγαμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ζένοιξαμ ντου σπίτ΄ μη ντου ντουνdούρ' (θερμαίναμε το σπίτι με το ταντούρ) Μισθ. -Κοτσαν. Κεφαλώνω το τουνdούρ (τακτοποιώ την τρύπα εξαερισμού του φούρνου) Σινασσ., Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντα ντουβάρια σ’ τ͑ουνdουριού ντου σπίτ΄ τσ̑όδαν χατράμια (οι τοίχοι στο δωμάτιο του ταντούρ ήταν κατράμια) Μισθ. -Κοτσαν. Ντου χειμό καχόδαν ντά φσ̑άχα σου τ͑ουντούρ, χέκιξαν ντά πτιάρια τ΄νι απέσ’ να ζέσ'νι τσι λέιξαμ' μασάλια (τον χειμώνα κάθονταν τα παιδιά γύρω - γύρω στο τουντούρι, έβαζαν τα πόδια τους δίπλα για να ζεσταθούν και λέγαμε παραμύθια) Μισθ. -Κοτσαν. Μπιντιαϊου ντου κόλλημα ζόρ' 'ντουν σου τ͑ουντούρ (Το ψήσιμο του ψωμιού δεν ήταν εύκολο στον φούρνο) Μισθ. -Κοτσαν. Τα φαητά ούλα ντα κάμνισκαμ' στο ταντούρ, το τζακ', αλλά ήdου κάτ' απ’ τη γης (Τα φαγητά όλα τα κάναμε στο ταντούρι, το τζάκι, αλλά ήταν κάτω από τη γη) Σεμέντρ. -Στεφαν. Έπισι μι του τσ̑ουφάλ' σου τουνdούρ' απέσ' (Έπεσε με το κεφάλι μέσα στο ταντούρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Είπι δου κυρά Μαρία ας γήψ' ντου ντουντούρ΄, ας σι μποίκ' λία παχλά (Πες στην κυρά Μαρία, ας ανάψει το ταντούρι, ας σου φτιάξει λίγα φασόλια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Εκείνου δου τουντούρ, κόλλαναμ' ψωμιά, σι λέει, εμπέ σάνιξαμ' μπαζλαμάϊα (Σε εκείνο το τουντούρι ψήναμε ψωμιά κολλώντας τα στα τοιχώματα, σου λέει, αμάν φτιάχναμε και μπαζλαμάδες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Καθηστό τουντούρ' (Καθιστό ταντούρι˙ Μεγάλο ταντούρι χωμένο στο έδαφος κεντρικού δωματίου) Σινασσ. -Τακαδόπ. Τουνdουριού του σπίτ'-τ͑ουνdοὺρ εβί (Σπίτι του ταντουριού˙ Δωμάτιο όπου βρισκόταν το ταντούρι) Μισθ., Τσαρικ. -Κωστ.Μ. Το τουνdουρ κάτ'σεν (Το τουντούρι κάθησε˙ Έσβησε η φωτιά του ταντουριού) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
2. Κατ' επέκτ., το δωμάτιο όπου βρίσκεται το ταντούρι Ποτάμ. Συνών. ταντουρόχειλο