ταντούρι
(ουσ. ουδ.)
τ͑ανdι̂́ρι
[tʰanˈdɯri]
Φάρασ.
τ͑ανdούρι
[tʰan'duri]
Αφσάρ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ.
τανdoύρ'
[tanˈdur]
Ποτάμ., Τζαλ., Τροχ., Τσελτ.
τ͑ουνdούρι
[tʰun'duri]
Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Τροχ.
τ͑ουνdούρ'
[tʰun'dur]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
τουνdούρ'
[tun'dur]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
τουdούρ'
[tu'dur]
Αξ.
dουνdούρι
[dun'duri]
Μισθ.
dουνdούρ'
[dun'dur]
Μισθ.
τανούρι
[taˈnuri]
Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. ταντούρι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tandır, όπου και τύπ. tandur = πήλινος ή μεταλλικός φούρνος με κυλινδρικό σχήμα (< αραβ. ή περσ. tanūr). Οι τύπ. από του-, ντου- με υποχωρητ. αφομ. [a] > [u].
1. Είδος σκαφτού χωμάτινου κλίβανου και φούρνου
ό.π.τ.
:
Ύστερα πεθερά τ' ήφτει το τουνdούρ'
(Ύστερα η πεθερά της ανάβει το φούρνο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Εσ̑ύρεν ντο 'ς το τουνdούρ
(τον έβαλε μέσα στον φούρνο )
Αξ.
-Dawk.
Γιαπουσ̑τούρσεν ντο σο τουνdούρ
(το προσκόλλησε στον φούρνο)
Σίλατ.
-Dawk.
Πήραμ' και τσ̑υρί, νιούγου μπαστρουμάς, μπουμπάρι, έσ'καμ' ντα τανdούριν απάνου, έφαγαμ' ντα
(Πήραμε και τυρί, λίγο παστουρμά, λουκάνικο με εντόσθια και ρύζι, τα βάλαμε πάνω στο ταντούρι, τα φάγαμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ζένοιξαμ ντου σπίτ΄ μη ντου ντουνdούρ'
(θερμαίναμε το σπίτι με το ταντούρ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κεφαλώνω το τουνdούρ
(τακτοποιώ την τρύπα εξαερισμού του φούρνου)
Σινασσ., Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντα ντουβάρια σ’ τ͑ουνdουριού ντου σπίτ΄ τσ̑όδαν χατράμια
(οι τοίχοι στο δωμάτιο του ταντούρ ήταν κατράμια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντου χειμό καχόδαν ντά φσ̑άχα σου τ͑ουντούρ, χέκιξαν ντά πτιάρια τ’νι απέσ’ να ζέσ'νι τσι λέιξαμ' μασάλια
(τον χειμώνα κάθονταν τα παιδιά γύρω - γύρω στο τουντούρι, έβαζαν τα πόδια τους δίπλα για να ζεσταθούν και λέγαμε παραμύθια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μπιντιαϊου ντου κόλλημα ζόρ' 'ντουν σου τ͑ουντούρ
(Το ψήσιμο του ψωμιού δεν ήταν εύκολο στον φούρνο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τα φαητά ούλα ντα κάμνισκαμ' στο ταντούρ, το τζακ', αλλά ήdου κάτ' απ’ τη γης
(Τα φαγητά όλα τα κάναμε στο ταντούρι, το τζάκι, αλλά ήταν κάτω από τη γη)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Έπισι μι του τσ̑ουφάλ’ σου τουνdούρ' απέσ'
(Έπεσε με το κεφάλι μέσα στο ταντούρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Είπι δου κυρά Μαρία ας γήψ' ντου ντουντούρ΄, ας σι μποίκ' λία παχλά
(Πες στην κυρά Μαρία, ας ανάψει το ταντούρι, ας σου φτιάξει λίγα φασόλια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Εκείνου δου τουντούρ, κόλλαναμ' ψωμιά, σι λέει, εμπέ σάνιξαμ' μπαζλαμάϊα
(Σε εκείνο το τουντούρι ψήναμε ψωμιά κολλώντας τα στα τοιχώματα, σου λέει, αμάν φτιάχναμε και μπαζλαμάδες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Καθηστό τουντούρ'
(Καθιστό ταντούρι˙ Μεγάλο ταντούρι χωμένο στο έδαφος κεντρικού δωματίου)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τουνdουριού του σπίτ'-τ͑ουνdοὺρ εβί
(Σπίτι του ταντουριού˙ Δωμάτιο όπου βρισκόταν το ταντούρι)
Μισθ., Τσαρικ.
-Κωστ.Μ.
Το τουνdουρ κάτ'σεν
(Το τουντούρι κάθησε˙ Έσβησε η φωτιά του ταντουριού)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
2. Κατ' επέκτ., το δωμάτιο όπου βρίσκεται το ταντούρι
Αξ., Ποτάμ.
:
Ξέβα όξω ’ς τη νευλή, πάγωσα ’ς το χιόν’ κι έbα ’ς το τουdούρ’ και έζεσα
(Βγήκα έξω στην αυλή, πάγωσα στο χιόνι και μπήκα στο δωμάτιο με το ταντούρι και ζεστάθηκα)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
ταντουρόχειλο
Τροποποιήθηκε: 21/08/2025