ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τανιντίζω (ρ.) τανιdίζω [tanɯ'dɯzo] Αραβαν. τ͑ανιτίζω [tʰani'tizo] Φάρασ. τανιdώ [tanɯ'do] κ.α., Σίλ. τανιdού [tanɯ'du] Ουλαγ. τ͑ανιτάω [tʰani'tao] Φάρασ. τανιτάου [tani'tau] Φάρασ. Αόρ. τανίτ'σα [taˈnɯtsa] Σίλατ. Από το τουρκ. ρ. tanımak = αναγνωρίζω, γνωρίζω κάποιον.
1. Κοιτάζω, διακρίνω Φάρασ.
2. Αναγνωρίζω Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Φάρασ. : Τον ντο είδεν, βασ̑ιλέγα το παιδί τανίτσεν ντο (όταν την είδε, ο γιος του βασιλιά την αναγνώρισε) Σίλατ. -Dawk. Συνών. γνωρίζω, γροικώ, κατέχω
3. Ανακαλύπτω Σίλ. : Κρυφάς αφήννει ένα άρτουπου όξου νας του τανιγίσ̑ει (κρυφά αφήνει έναν άνθρωπο έξω για να τον ανακαλύψει) Σίλ. -Dawk.
4. Προσέχω Σίλ.