τανιντίζω
(ρ.)
τανιdίζω
[tanɯ'dɯzo]
Αραβαν.
τ͑ανιτίζω
[tʰani'tizo]
Φάρασ.
τανιdώ
[tanɯ'do]
κ.α., Σίλ.
τανιdού
[tanɯ'du]
Ουλαγ.
τ͑ανιτάω
[tʰani'tao]
Φάρασ.
τανιτάου
[tani'tau]
Φάρασ.
Αόρ.
τανίτ'σα
[taˈnɯtsa]
Σίλατ.
Από το τουρκ. ρ. tanımak = αναγνωρίζω, γνωρίζω κάποιον.
1. Κοιτάζω, διακρίνω
Φάρασ.
2. Αναγνωρίζω
Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Φάρασ.
:
Τον ντο είδεν, βασ̑ιλέγα το παιδί τανίτσεν ντο
(όταν την είδε, ο γιος του βασιλιά την αναγνώρισε)
Σίλατ.
-Dawk.
Συνών.
γνωρίζω, γροικώ, κατέχω
3. Ανακαλύπτω
Σίλ.
:
Κρυφάς αφήννει ένα άρτουπου όξου νας του τανιγίσ̑ει
(κρυφά αφήνει έναν άνθρωπο έξω για να τον ανακαλύψει)
Σίλ.
-Dawk.
4. Προσέχω
Σίλ.