τάξη
(ουσ. θηλ.)
τάξη
['taksi]
Σίλ., Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. τάξις.
1. Σχολική τάξη
Σίλ.
:
Οπ' τσ̑ην τάξην ντου ξέβ'κι
(βγήκε από την τάξη του, προβιβάστηκε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
2. Φυλή
Φάρασ.