τάξη
(ουσ. θηλ.)
τάξη
['taksi]
Σίλ., Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. τάξις. Η λ. από την κοινή Ν.Ε.
1. Σχολική τάξη
Σίλ.
:
Οπ' τσ̑ην τάξην ντου ξέβ'κι
(Βγήκε από την τάξη του, προβιβάστηκε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
2. Φυλή
Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 15/09/2025