ταραξάς
(ουσ. αρσ.)
ταραξάς
[taraˈksas]
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ.
ταραξά
[taraˈksa]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Τροχ., Φλογ.
ντερεξέ
[dereˈkse]
Αξ.
Πληθ.
ταραξάδια
[taraˈksaðʝa]
Μαλακ.
Από το θ. ταραξ- του ρ. ταράζω και το παραγωγ. επίθμ. -άς.
Είδος σκαλιστηριού ή βέργας έως 0,7 μέτρα μάκρος για το ανακάτεμα των κάρβουνων στην εστία
ό.π.τ.