ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταραξάς (ουσ. αρσ.) ταραξάς [taraˈksas] Ανακ., Σίλατ., Σινασσ. ταραξά [taraˈksa] Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Τροχ., Φλογ. ντερεξέ [dereˈkse] Αξ. Πληθ. ταραξάδια [taraˈksaðʝa] Μαλακ. Από το θ. ταραξ- του ρ. ταράζω και το παραγωγ. επίθμ. -άς.
Είδος σκαλιστηριού ή βέργας έως 0,7 μέτρα μάκρος για το ανακάτεμα των κάρβουνων στην εστία ό.π.τ.