ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταπανλατώ (ρ.) ταπανλατώου [tapanlaˈtou] Φάρασ. τ͑απανανdώ [tʰapananˈdo] Δίλ. τ͑απ͑αν-νατίζω [tʰapʰanna'tizo] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. tapanlamak = σβαρνίζω (πβ. τουρκ. tabanmak = πατώ, πιέζω, κλωτσώ), όπου και διαλεκτ. τύπ. tapannamak.
Σβαρνίζω ό.π.τ. : Να τ̔απαναντίσομ’ κσ̑άρ’ (Να σβαρνίσουμε κριθάρι) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Πβ. ταμπάνι