ταπανλατώ
(ρ.)
ταπανλατώου
[tapanlaˈtou]
Φάρασ.
τ͑απανανdώ
[tʰapananˈdo]
Δίλ.
τ͑απ͑αν-νατίζω
[tʰapʰanna'tizo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. tapanlamak = σβαρνίζω (πβ. τουρκ. tabanmak = πατώ, πιέζω, κλωτσώ), όπου και διαλεκτ. τύπ. tapannamak.