ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τανίτημα (ουσ. ουδ.) τ͑ανίτημα [tʰaˈnitima] Φάρασ. τανίτζημα [taˈnidzima] Σίλ. Από το ρ. τανιντίζω, όπου και τύπ. τ͑ανιτάω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Κοίταγμα Φάρασ. Συνών. ματιά, ντράνημα
2. Αναγνώριση Φάρασ.
3. Eπιτήρηση, φύλαξη Σίλ.