τανίτημα
(ουσ. ουδ.)
τ͑ανίτημα
[tʰaˈnitima]
Φάρασ.
τανίτζημα
[taˈnidzima]
Σίλ.
Από το ρ. τανιντίζω, όπου και τύπ. τ͑ανιτάω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
2. Αναγνώριση
Φάρασ.
3. Eπιτήρηση, φύλαξη
Σίλ.