ντράνημα
(ουσ. ουδ.)
ντράνημα
['dranima]
Γούρδ., Ουλαγ.
τράνημα
['tranima]
Μαλακ., Φλογ.
ράνημα
[ˈranima]
Μισθ.
ντράνεμα
['dranema]
Αξ., Αραβαν.
Από το ρ. ντρανώ, όπου και τύπ. τρανώ, ρανώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Βλέμμα, κοίταγμα
ό.π.τ.
:
Ουζάκ τόποζγιου ντο ντράνημα
(του μακρινού μέρους το κοίταγμα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ιτο τι ράνημα 'δουν που είχις;
(αυτό τι βλέμμα ήταν που είχες;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μι ντου ράνημα χαbαρλαdίσ'
(Με το κοίταγμα καταλαβαίνει)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Το παιδί τρανά με καλό τράνημα
((Η βασιλοπούλα) βλέπει το παιδί με θετική ματιά, με καλό μάτι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
ματιά, τανίτημα
2. Φροντίδα, περιποίηση
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ.
:
Ούτσ̑α ντράνημα ότις γκαι να έν' σκέει ντο
(τέτοια περιποίηση όποιος και να είναι την κάνει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Bαβά μ'ντου ράνημα τσείδι χ΄ριός
(η περίθαλψη του πατέρα είναι υποχρέωση)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
εσιρκέτημα, μπαγίρντημα, παχίμι, χιώρημα