ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντράνημα (ουσ. ουδ.) ντράνημα ['dranima] Γούρδ., Ουλαγ. τράνημα ['tranima] Μαλακ., Φλογ. ράνημα [ˈranima] Μισθ. ντράνεμα ['dranema] Αξ., Αραβαν. Από το ρ. ντρανώ, όπου και τύπ. τρανώ, ρανώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Βλέμμα, κοίταγμα ό.π.τ. : Ουζάκ τόποζγιου ντο ντράνημα (του μακρινού μέρους το κοίταγμα) Ουλαγ. -Κεσ. Ιτο τι ράνημα 'δουν που είχις; (αυτό τι βλέμμα ήταν που είχες;) Μισθ. -Κοτσαν. Μι ντου ράνημα χαbαρλαdίσ' (Με το κοίταγμα καταλαβαίνει) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Το παιδί τρανά με καλό τράνημα ((Η βασιλοπούλα) βλέπει το παιδί με θετική ματιά, με καλό μάτι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Ντου κακό ντου ράνημα (Το κακό το κοίταγμα˙ το κακό μάτι, βασκανία) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ματιά, τανίτημα
2. Φροντίδα, περιποίηση Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ. : Ούτσ̑α ντράνημα ότις γκαι να έν' σκέει ντο (τέτοια περιποίηση όποιος και να είναι την κάνει) Ουλαγ. -Κεσ. Bαβά μ'ντου ράνημα τσείδι χ΄ριός (η περίθαλψη του πατέρα είναι υποχρέωση) Μισθ. -Κοτσαν. 'α φσ̑άχα κρεύ'νι τίδου, ράνημα, να α ρανήεις, να α ντώκεις να φάν (Τα παιδιά χρειάζονται πώς το λένε, κοίταγμα, να τα φροντίσεις, να τους δώσεις να φάνε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. εσιρκέτημα, παχίμι, χιώρημα