ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντυσυρντώ (ρ.) Αόρ. ντϋσ̑ΰρτσα [dyˈʃyrtsa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. düşürmek = κάνω κάποιον να πέσει.
Ρίχνω κάτω, κόβω : Ήρτε το φί πάλι ομbρό τ'· κϋτΰκια ντεν ντο dϋσ̑ΰρτσε. (Ήρθε το φίδι πάλι μπροστά του· ξύλα δεν έκοψε) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. αποδιαβάζω