ντυσυρντώ
(ρ.)
Αόρ.
ντϋσ̑ΰρτσα
[dyˈʃyrtsa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. düşürmek = κάνω κάποιον να πέσει.
Ρίχνω κάτω, κόβω
:
Ήρτε το φί πάλι ομbρό τ'· κϋτΰκια ντεν ντο dϋσ̑ΰρτσε.
(Ήρθε το φίδι πάλι μπροστά του· ξύλα δεν έκοψε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
αποδιαβάζω