ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νυφιάτικος (επίθ.) νυφιάτικος [niʹfçatikos] Σίλατ., Σινασσ. Από το ουσ. νύφη και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
1. Νυφιάτικος : Και για τη νύφ’ να νυφιάτικο μεταξωτό φουστἀν’ (…), ένα νυφιάτικο σεντεφένιο μασ̑αίρ’, ένα ζευγάρ’ νυφιακά μπότες Σινασσ. -Λεύκωμα
2. Το ουδ. πληθ. ως ουσ., τα ρούχα που δώριζε ο γαμπρός στην νύφη : Νυφιάτικα, ένα μεταξωτό εντερί μετά του κιβράκ’ Σίλατ. -Νίγδ.-Σταμ.