νυφιάτικος
(επίθ.)
νυφιάτικος
[niʹfçatikos]
Σίλατ., Σινασσ.
Από το ουσ. νύφη και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
1. Νυφιάτικος
:
Και για τη νύφ’ να νυφιάτικο μεταξωτό φουστἀν’ (…), ένα νυφιάτικο σεντεφένιο μασ̑αίρ’, ένα ζευγάρ’ νυφιακά μπότες
Σινασσ.
-Λεύκωμα
2. Το ουδ. πληθ. ως ουσ., τα ρούχα που δώριζε ο γαμπρός στην νύφη
:
Νυφιάτικα, ένα μεταξωτό εντερί μετά του κιβράκ’
Σίλατ.
-Νίγδ.-Σταμ.