νυφίτσα
(ουσ. θηλ.)
νυφίτσα
[niˈfitsa]
Γούρδ., Τελμ., Φάρασ.
νυφίτζα
[niˈfidza]
Σινασσ.
φυνίτσα
[fiˈnitsa]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. νυμφίτζα. Ο τύπ. φυνίτσα με μετάθ. των [n] και [f].
1. Νυφίτσα
ό.π.τ.
:
Ση ρίζα βγαίν' ένα νυφίτσα
(Στη ρίζα εμφανίστηκε μιά νυφίτσα)
Τελμ.
-Dawk.
Φυνίτσα τρώισ̑κεν πουλιά, οβγά
(Η νυφίτσα έτρωγε πουλιά, αβγά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
αλιτζής :2, γκελιντζίκ :1, νύφη :4, κοστούς :2
2. Θωπευτ., νύφη
Φάρασ.
:
|| Φρ.
Κόρη μου, λέγω τα σένα, νυφίτσα μου, vdα πάρ' συ
(Κόρη μου, τα λέω σε, σένα, νύφη μου, θα τα πάρεις εσύ˙ Απευθύνω παρατήρηση σε έναν τρίτο, έμμεσα για να την ακούσει κάποιος άλλος που είναι άμεσα ενδιαφερόμενος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
νυφόκκο