ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νυφίτσα (ουσ. θηλ.) νυφίτσα [niˈfitsa] Γούρδ., Τελμ., Φάρασ. νυφίdζα [niˈfidza] Σινασσ. φυνίτσα [fiˈnitsa] Φλογ. Νεότ. ουσ. νυφίτζα (βλ. Λεξ. Σομ., λ. donnola, ποντικονυφίτζα), το οπ. μεσαιων. ουσ. νυμφίτζα. Ο τύπ. φυνίτσα με μετάθ. των [n] και [f].
1. Νυφίτσα ό.π.τ. : Ση ρίζα βγαίν ένα νυφίτσα (Στη ρίζα εμφανίστηκε μιά νυφίτσα) Τελμ. -Dawk. Φυνίτσα τρώισ̑κεν πουλιά, οβγά (Η νυφίτσα έτρωγε πουλιά, αβγά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. αλιτζής, νύφη, κοστούς, σαμούρι
2. Θωπευτ., νύφη Φάρασ. : || Φρ. Κόρη μου, λέγω τα σένα, νυφίτσα μου, vdα πάρ' συ (Κόρη μου, τα λέω σε, σένα, νύφη μου, θα τα πάρεις εσύ˙ Απευθύνω παρατήρηση σε έναν τρίτο, έμμεσα για να την ακούσει κάποιος άλλος που είναι άμεσα ενδιαφερόμενος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. νυφόκκο