νυφίτσα
(ουσ. θηλ.)
νυφίτσα
[niˈfitsa]
Γούρδ., Τελμ., Φάρασ.
νυφίdζα
[niˈfidza]
Σινασσ.
φυνίτσα
[fiˈnitsa]
Φλογ.
Νεότ. ουσ. νυφίτζα (βλ. Λεξ. Σομ., λ. donnola, ποντικονυφίτζα), το οπ. μεσαιων. ουσ. νυμφίτζα. Ο τύπ. φυνίτσα με μετάθ. των [n] και [f].
2. Θωπευτ., νύφη
Φάρασ.
:
|| Φρ.
Κόρη μου, λέγω τα σένα, νυφίτσα μου, vdα πάρ' συ
(Κόρη μου, τα λέω σε, σένα, νύφη μου, θα τα πάρεις εσύ˙ Απευθύνω παρατήρηση σε έναν τρίτο, έμμεσα για να την ακούσει κάποιος άλλος που είναι άμεσα ενδιαφερόμενος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
νυφόκκο