νυχτερίτσα
(ουσ. θηλ.)
νυχτερίτσα
[nixteˈritsa]
Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. νυχτερίδα και το υποκορ. επίθμ. -ίτσα με παρετυμολ.
Νυχτερίδα
Συνών.
γέρασα