γέρασα
(ουσ. θηλ.)
γέρασα
[ˈʝerasa]
Μαλακ., Ουλαγ., Φλογ.
γέραζα
[ˈʝeraza]
Αραβαν.
κέραζα
[ˈceraza]
Σινασσ.
χέρασα
[ˈçerasa]
Αξ.
γέρεσε
[ˈʝerese]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. yarasa = νυχτερίδα.
2. Παιχνίδι που παίζεται από δύο ομάδες παιδιών, κατά την οποία ένας παίκτης της αντίπαλης ομάδας προσπαθεί, πέφτοντας με δύναμη, να σπάσει την αλυσίδα που έχουν σχηματίσει με ενωμένα τα χέρια τους οι παίκτες της άλλης ομάδας
Φλογ.