ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γερενίκι (ουσ. ουδ.) γερεννίκι [ʝerenʹnici] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. yarenlik, όπου και διαλεκτ. τύπ. yarennik με αφομ. = φιλική συνομιλία, αστεϊσμός.
Αστείο, χωρατό, φάρσα : Σήμουρου τσ̑ο κατέσ̑εις του ένι τα Απρίλη τεέ ένα, τσε φταίνεις μες γερεννίκα (Σήμερα δεν ξέρεις ότι είναι Πρωταπριλιά, και μας κάνεις φάρσες) Φάρασ. -Ιορδαν.
Τροποποιήθηκε: 15/11/2025