γερενίκι
(ουσ. ουδ.)
γερεννίκι
[ʝerenʹnici]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yarenlik, όπου και διαλεκτ. τύπ. yarennik με αφομ. = φιλική συνομιλία, αστεϊσμός.
Αστείο, χωρατό, φάρσα
:
Σήμουρου τσ̑ο κατέσ̑εις του ένι τα Απρίλη τεέ ένα, τσε φταίνεις μες γερεννίκα
(Σήμερα δεν ξέρεις ότι είναι Πρωταπριλιά, και μας κάνεις φάρσες)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
Τροποποιήθηκε: 15/11/2025