γερλαστιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
γερλα̈σ̑τι-έσιμα
[ʝerlæʃtiˈesima]
Αφσάρ.
γελ-λεσ̑τι-έσιμα
[ʝellaʃtiˈesima]
Φάρασ.
Από το ρ. γερλεστίζω, όπου και τύπ. γερλα̈σ̑τι-έω και γελ-λεσ̑τι-έω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
1. Εγκατάσταση
ό.π.τ.