ντουζένι
(ουσ. ουδ.)
ντϋζέν'
[dyˈzen]
Φλογ.
ντουζέν'
[duˈzen]
Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Φλογ.
τουζένι
[tuˈzeni]
Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
τουζα̈́νι
[tuˈzæni]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. düzen = α) τάξη, ομαλότητα β) αρμονία γ) απάτη, κόλπο δ) διαλεκτ. σημ., σύνολο εργαλείων ε) διαλεκτ. σημ. αργαλειός στ) διαλεκτ. σημ., ψώνια, αγορές. Πβ. ποντ. τουζάνιν = αργαλειός.
1. Πράγματα, αντικείμενα
Αραβ., Μισθ., Σινασσ., Τελμ.
:
Πιάσαμ' καμπήλια, θέκαμ' τα ντουζένια μας, σηκώαμ'
(Πήραμε καμήλες, βάλαμε απάνω τα πραγματά μας, σηκωθήκαμε και φύγαμε)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Όσο μαινοβγαίνω και θωρώ τα τουζένια τ', τα φυλλάδε τ', τ' άργατά του, ούλο γαρσιού μ' έρχεται
(Όσο μπαινοβγαίνω και βλέπω τα πράγματά του, τα βιβλία του, τις δουλειές του, όλο έρχεται μπροστά μου, ενν. στο μυαλό μου)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Εκειού είχαμε ούλα τα ντουζένια: μπακίρια, πιάτα, καζάνια
(Εκεί είχαμε όλα τα πράγματα: μπακιρένια σκεύη, πιάτα, καζάνια)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
β.
Εργαλεία
Φλογ.
γ.
Προμήθεια, εφόδια
Τελμ.
:
Πήγαν να αγοράσουν ντουζένια, κριάτα, απίδια, μήλα, κρασά, ιρακίδια
(Πήγαν να αγοράσουν προμήθεια, κρέατα, αχλάδια, μίλα, κρασιά, ρακί
)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Μαγικό εφόδιο
Φλογ.
:
Ύστερα ντεβρέης λέχ̑' το παιδί: «έλα, νά σε δείξω τα ντϋζένια μ'
(Ύστερα ο δερβίσης λέει στο παιδί "έλα να σου δείξω τα μαγικά κόλπα μου»)
3. Φορτίο με δώρα που έρχεται από την Κωνσταντινούπολη
Μαλακ.