ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντουζένι (ουσ. ουδ.) ντϋζέν' [dyˈzen] Φλογ. ντουζέν' [duˈzen] Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Φλογ. τουζένι [tuˈzeni] Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. τουζα̈́νι [tuˈzæni] Αφσάρ. Πληθ. ντϋζάνια [duʹzaɲa] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. düzen = α) τάξη, ομαλότητα β) αρμονία γ) απάτη, κόλπο δ) διαλεκτ., σύνολο εργαλείων ε) διαλεκτ., αργαλειός στ) διαλεκτ., ψώνια. Πβ. ποντ. τουζάνιν = αργαλειός.
1. Στον πληθ., πράγματα, αντικείμενα Αραβ., Μισθ., Σινασσ., Τελμ. : Πιάσαμ' καμπήλια, θέκαμ' τα ντουζένια μας, σηκώαμ' (Πήραμε καμήλες, βάλαμε απάνω τα πραγματά μας, σηκωθήκαμε και φύγαμε) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Όσο μαινοβγαίνω και θωρώ τα τουζένια τ', τα φυλλάδε τ', τ' άργατά του, ούλο γαρσιού μ' έρχεται (Όσο μπαινοβγαίνω και βλέπω τα πράγματά του, τα βιβλία του, τις δουλειές του, όλο έρχεται μπροστά μου, ενν. στο μυαλό μου) Σινασσ. -Λεύκωμα Εκειού είχαμε ούλα τα ντουζένια: μπακίρια, πιάτα, καζάνια (Εκεί είχαμε όλα τα πράγματα: μπακιρένια σκεύη, πιάτα, καζάνια) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 Ας καλέψουμ’ dα ντυό μας μέτερ’ dου γαϊdούρ’· σηκώτ’, χεκἐτ’ τα ντϋζάνια μ’, πάγου τσ̑’ εγώ (Ας καβαλλήσουμε οι δυό μας το γαϊδούρι μας· σηκωθείτε, φορτώστε τα προικιά μου (πράγματά μου), πάω κι εγώ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μι δα αραμπάια πήαν, μι δα αραμπάια χέκιξαν ντα ντουζένια τ'νι ό,τι είχαν (Με τους αραμπάδες πήγαν, με τους αραμπάδες, έβαλαν τα πράγματά τους ό,τι είχαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
β. Εργαλεία Φλογ.
γ. Προμήθειες, εφόδια Τελμ. : Πήγαν να αγοράσουν ντουζένια, κριάτα, απίδια, μήλα, κρασά, ιρακίδια (Πήγαν να αγοράσουν προμήθεια, κρέατα, αχλάδια, μίλα, κρασιά, ρακί ) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Κόλπο Φλογ. : Ύστερα ντεβρέης λέχ̑' το παιδί: «έλα, νά σε δείξω τα ντϋζένια μ' (Ύστερα ο δερβίσης λέει στο παιδί "έλα να σου δείξω τα μαγικά κόλπα μου») Φλογ. -Dawk.
3. Φορτίο με δώρα που έρχεται από την Κωνσταντινούπολη Μαλακ.
4. Τάξη, τακτοποίηση Φάρασ. Συνών. γερλαστιέσιμα :2