ζάτι
(ουσ. ουδ.)
ζάτι
[ˈzati]
Φάρασ.
Πληθ.
ζάτια
[ˈzatça]
Φλογ.
ζάτσ̑α
[ˈzatʃa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. zad = πράγμα (Dawkins, 1916: 601), όπου και διαλεκτ. τύπ. zat.
Κυρίως στον πληθ., πράγματα, προμήθειες
ό.π.τ.
:
Ιμείς τα ζάτια σ' 'qοράζουμε τα
(Εμείς τις προμήθειές σου τις αγοράζουμε)
Φλογ.
-Dawk.
Τρανάτε ότι ζάτια έχετε να τα πουλήσετε και να πάρετε παράδια, γιατί θα φύγωμε
(Κοιτάξτε ό,τι πράγματα έχετε να τα πουλήσετε και να πάρετε χρήματα, γιατί θα φύγουμε)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Απέσου 'ς τα κοφίνια έσ̑ει Νεβσ̑εχιριού τα ζάτσ̑α
(Mέσα στα κοφίνια έχει προϊόντα από την Νεάπολη)
Σίλ.
-Συλλ.
Συνών.
καλαμπαλίκι :3, πράμα, σέι