ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζάρφι (ουσ. ουδ.) ζάρφι [ˈzarfi] Ανακ., Σίλατ., Τροχ., Φάρασ. Νεότ. ουσ. ζάρφι, το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. zarf = α) δοχείο β) φάκελος γ) θήκη δ) μεταλλικό κάλυμμα φλυτζανιού.
1. Μεταλλικό κάλυμμα ή θήκη φλυτζανιού Ανακ.
2. Στον πληθ., παιχνίδι που παίζεται με τέτοιες θήκες Ανακ., Σίλατ., Τροχ.
3. Φάκελος Φάρασ. : Ἠνοιξα το ζάρφι, έψαλα το χαρτίο (Άνοιξα το φάκελο, διάβασα το γράμμα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.