ζεγκινέντισμα
(ουσ. ουδ.)
ζενgιν-νέντισμα
[zeŋɟinˈnendizma]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. ζεγκινεντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πλουτισμός