ζεγκινεντίζω
(ρ.)
ζενgιν-νενdίζω
[zeŋɟinnenˈdizo]
Αραβαν., Φάρασ.
ζ̑αgινανdίζου
[ʒaɟinanˈdizu]
Μισθ.
Αόρ.
ζ̑αgινάτ'σα
[ʒaɟiˈnatsa]
Μισθ.
Υποτ.
ζενgινετίσ'
[zeŋɟineˈtis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. zenginlemek (αόρ. zenginlendi) = πλουτίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. zenginnemek με αφομ.
Πλουτίζω
ό.π.τ.
:
Απ’ τσ̑όδι που ζ̑αgινάτ'σιν ζορμόντσιν ντα
(Από τότε που πλούτισε, τους ξέχασε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Να 'υρεύ' να ζενgινετίσ', σκοτεινά τσ̑ αι ημέρα να τσ̑ αλιστι-έσ'
(Αν θέλεις να πλουτίσεις, νύχτα και μέρα να δουλεύεις˙ Για την αξία της εργασίας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
καζαντίζω