ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζεγκινεντίζω (ρ.) ζενgιν-νενdίζω [zeŋɟinnenˈdizo] Αραβαν., Φάρασ. ζ̑αgινανdίζου [ʒaɟinanˈdizu] Μισθ. Αόρ. ζ̑αgινάτ'σα [ʒaɟiˈnatsa] Μισθ. Υποτ. ζενgινετίσ' [zeŋɟineˈtis] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. zenginlemek (αόρ. zenginlendi) = πλουτίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. zenginnemek με αφομ.
Πλουτίζω ό.π.τ. : Απ’ τσ̑όδι που ζ̑αgινάτ'σιν ζορμόντσιν ντα (Από τότε που πλούτισε, τους ξέχασε) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Να 'υρεύ' να ζενgινετίσ', σκοτεινά τσ̑ αι ημέρα να τσ̑ αλιστι-έσ' (Αν θέλεις να πλουτίσεις, νύχτα και μέρα να δουλεύεις˙ Για την αξία της εργασίας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. καζαντίζω