ζεγκιννίκι
(ουσ. ουδ.)
ζενgιν-νίκ
[zeŋɟiˈnik]
Αξ.
ζενgινί
[zenɟiˈni]
Σίλ.
ζενgιν-νίχ̇ι
[zeŋɟinˈnixi]
Αφσάρ.
ζενgιν-νι-έχ̇ι
[zeŋɟinniˈexi]
Φάρασ.
ζενgινι-έχ̇ι
[zeŋɟiniˈexi]
Φάρασ.
ζανgινίκ
[zaŋɟiˈnik]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. zenginlik= πλούτος, όπου και διαλεκτ. τύπ. zenginnik.
Πλούτος
ό.π.τ.
:
Μη πεις ότσ̑ι 'ρώ τ' ζενgινί: «Κό μου 'ναι»
(Μην πεις ότι αυτά τα πλούτη «δικά μου είναι»)
Σίλ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Το ζανgινίκ δεν το χάνεις με το να δέκεις σο φικαρά χαϊρέτσι
(Toν πλούτο δεν τον χάνεις με το να δώσεις ελεημοσύνη στον φτωχό˙ προτροπή για γενναιοδωρία)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το στερνό 'ο νομάτ' σαμού θωρεί το ζενgινι-έχ̇ι, αρχανdασλιέ-χ̇ι μη φτέν' 'ντάμα του
(Τον άνθρωπο που τώρα τελευταία βλέπει τον πλούτο, συντροφιά μην τον κάνεις˙ μη συναναστρέφεσαι νεόπλουτους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
βαρλίκι, βιος, γρόσι :2, λογάρι