ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζεγκιννίκι (ουσ. ουδ.) ζενgιν-νίκ [zeŋɟiˈnik] Αξ. ζενgινί [zenɟiˈni] Σίλ. ζενgιν-νίχ̇ι [zeŋɟinˈnixi] Αφσάρ. ζενgιν-νι-έχ̇ι [zeŋɟinniˈexi] Φάρασ. ζενgινι-έχ̇ι [zeŋɟiniˈexi] Φάρασ. ζανgινίκ [zaŋɟiˈnik] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. zenginlik= πλούτος, όπου και διαλεκτ. τύπ. zenginnik.
Πλούτος ό.π.τ. : Μη πεις ότσ̑ι 'ρώ τ' ζενgινί: «Κό μου 'ναι» (Μην πεις ότι αυτά τα πλούτη «δικά μου είναι») Σίλ. -Dawk. || Παροιμ. Το ζανgινίκ δεν το χάνεις με το να δέκεις σο φικαρά χαϊρέτσι (Toν πλούτο δεν τον χάνεις με το να δώσεις ελεημοσύνη στον φτωχό˙ προτροπή για γενναιοδωρία) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το στερνό 'ο νομάτ' σαμού θωρεί το ζενgινι-έχ̇ι, αρχανdασλιέ-χ̇ι μη φτέν' 'ντάμα του (Τον άνθρωπο που τώρα τελευταία βλέπει τον πλούτο, συντροφιά μην τον κάνεις˙ μη συναναστρέφεσαι νεόπλουτους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. βαρλίκι, βιος, γρόσι :2, λογάρι