ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζεϊρέκι (ουσ. ουδ.) ζεϊρέκι [zejˈreci] Σινασσ. ζεϊρέκ' [zejˈrec] Ανακ., Δίλ., Μισθ., Τσελτ., Τσουχούρ., Φλογ. ζεερέκ' [zeeˈrek] Μπέηκ. ζεγιρέκ [zeʝiˈrek] Μαλακ. ζεγιερέκ' [zeʝeˈrek] Αξ. ζεγ'ρέκ' [zeˈɣrek] Φλογ. εζερέκ [ezeˈrek] Αξ. ζααράτσ' [zaaˈrats] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. zeyrek = λιναρόσπορος (< περσ. zaġīr = λιναρόσπορος + -(a)k), όπου και διαλεκτ. τύπ. zeğrek, zeğerek, zerek.
1. Το φυτό λινάρι Μισθ., Φάρασ. : Ογώ χέριζα πόσα χρόνια ζααράτσια… ζααράτσ' ντου λινάρ', ντου λινάρ' (Εγώ θέριζα λινάρια πόσα χρόνια… ζεϊρέκι (είναι) το λινάρι, το λινάρι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Λιναρόσπορος, ο οποίος αλεθόμενος χρησιμεύει στην παραγωγή λαδιού (λινόλαδου) ό.π.τ. : Πέσκαμ' ζεερέκ’ και βγάζαμε ελάι (Πιέζαμε λιναρόσπορο και βγάζαμε λάδι) Μπέηκ. -ΚΜΣ-ΚΠ251
3. Λινέλαιο Ανακ.
4. Ζύμη από λιναρόσπορο για επάλειψη πληγών Σινασσ. Πβ. κούσπος