ζεϊρέκι
(ουσ. ουδ.)
ζεϊρέκι
[zejˈreci]
Σινασσ.
ζεϊρέκ'
[zejˈrec]
Ανακ., Δίλ., Μισθ., Τσελτ., Τσουχούρ., Φλογ.
ζεερέκ'
[zeeˈrek]
Μπέηκ.
ζεγιρέκ
[zeʝiˈrek]
Μαλακ.
ζεγιερέκ'
[zeʝeˈrek]
Αξ.
ζεγ'ρέκ'
[zeˈɣrek]
Φλογ.
εζερέκ
[ezeˈrek]
Αξ.
ζααράτσ'
[zaaˈrats]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. zeyrek = λιναρόσπορος (< περσ. zaġīr = λιναρόσπορος + -(a)k), όπου και διαλεκτ. τύπ. zeğrek, zeğerek, zerek.
1. Το φυτό λινάρι
Μισθ., Φάρασ.
:
Ογώ χέριζα πόσα χρόνια ζααράτσια… ζααράτσ' ντου λινάρ', ντου λινάρ'
(Εγώ θέριζα λινάρια πόσα χρόνια… ζεϊρέκι (είναι) το λινάρι, το λινάρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Λιναρόσπορος, ο οποίος αλεθόμενος χρησιμεύει στην παραγωγή λαδιού (λινόλαδου)
ό.π.τ.
:
Πέσκαμ' ζεερέκ’ και βγάζαμε ελάι
(Πιέζαμε λιναρόσπορο και βγάζαμε λάδι)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ251
3. Λινέλαιο
Ανακ.